-
1 πόα
πόα, ion. πόη u. π οίη, dor. ποία, vgl. Lob. Phryn. p. 496, – Gras, Kraut, bes. Futterkraut; Hom., der stets die Form ποίη braucht; übh. Gewächs, Pflanze, Plat. Phaedr. 229 b; ἀναφυομένης ἐκ γῆς πόας ἀφϑόνου, Polit. 272 a; Folgde; auch Grasplatz, Wiese, χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι, Xen. Hell. 4, 1, 30; Plut. Ages. 36. – Uebertr. sagt Pind. P. 9, 37 ἐκ λεχέων κεῖραι μελιηδέα ποίαν, vom ersten Liebesgenuß.
См. также в других словарях:
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek